μνησικακεῖν

μνησικακεῖν
μνησικακέω
remember past injuries
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μνησικακώ — (ΑΜ μνησικακῶ, έω) [μνησίκακος] εμφορούμαι από μνησικακία, κρατώ κακία σε κάποιον για κακό που μού έκανε («πόλλ ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις... τῶν περὶ τὸν πόλεμον πραχθέντων», Δημοσθ.) αρχ. φρ. α) «μηδὲν μνησικακεῑν» και «μὴ… …   Dictionary of Greek

  • AMNESTIA — Graec. Α᾿μνηςτία, item ἀμνησικακία, Lex erat oblivionis, apud Athenienses, quâ cavebatur, Μὴ μνησικακεῖν, μήτε ἄδικον μήτε δίκαιον λέγειν. ne quis iniurias bellô saeviente illatas meminerit, aut vindicarer; Sed omnes placide viverent, ἔκοντες… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νη — (I) νή, βοιωτ. και αρκαδ. τ. νεί (Α) μόριο το οποίο χρησιμοποιείται: 1. προκειμένου να δηλώσει ισχυρή βεβαίωση: α) (όταν συντάσσεται με αιτιατική τού ονόματος θεότητας στην οποία ορκίζεται κάποιος) ναι, μα («νὴ Δία κἀμὲ τοῡτ ἔδρασε ταυτόν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”